Εξώριστο της πραγματικότητας, σφηνωμένο κάτω από συμπαγείς βράχους, ασπρισμένο κατάλευκο, τάχθηκε την αιωνιότητα να σημαδεύει.
Όταν ο άνθρωπος κατεβαίνει στα χαμηλά κράσπεδα, εκεί σμίγει με την ταπείνωση, το κλειδί της υφαρπαγής για ουρανό...
Περιγραφές διωγμών στην Ρωσία. Ένας Ιερεύς που επέζησε των διωγμών έγραψε τα ακόλουθα για την κράτησή του: "Δεν θα πάψω να ευγνωμονώ τον Θεό, για τα χρόνια που πέρασα φυλακισμένος σε απόλυτη απομόνωση. Ήμουν, για τρία χρόνια, σε δέκα μέτρα βάθος, κάτω από την επιφάνεια της γης. Ποτέ δεν άκουσα μία κουβέντα, ποτέ δεν είπα μία κουβέντα. Δεν υπήρχαν βιβλία. Οι εξωτερικές φωνές, όλες σιώπησαν. Οι φύλακες φορούσαν υποδήματα με λαστιχένιες σόλες, δεν ακουγόταν ο ερχομός τους. Μετά, καθώς ο καιρός περνούσε, σιώπησαν και όλες οι εσωτερικές φωνές. Μας έδιναν φάρμακα [Σημ.: εννοεί ψυχοφάρμακα], μας έδερναν. Λησμόνησα όλη την θεολογία. Λησμόνησα όλη την Αγία Γραφή. Μία ημέρα πρόσεξα πως είχα ξεχάσει και το "Πάτερ ημών". Δεν μπορούσα να το θυμηθώ. Ήξερα πως άρχιζε με το "Πάτερ ημών", αλλά δεν γνώριζα πια πώς ήταν η συνέχεια. Κράτησα την αισιοδοξία μου και είπα: "Πάτερ ημών, έχω ξεχάσει την προσευχή, αλλά Συ σίγουρα την γνωρίζεις. Σε παρακαλώ, βάλε αντί για μένα έναν...
Κάτω από τις συνθήκες που ζούμε και συμβαίνουν τα εγκληματικά στρωμένα από τους μεγάλους, η σιωπή δεν είναι «χρυσός»· είναι «λίβανος και σμύρνα». Διότι η σιωπή ερμηνεύεται ως αποδοχή ή συναίνεση: «ο σιωπών δοκεί συναινείν», κατά τον Μέγα Βασίλειο, αλλά και το qui tacet consentire videtur (όπoιoς σιωπά φαίνεται ότι συναινεί), ορίζεται ως ισχύουσα συνθήκη στο Ρωμαϊκό δίκαιο. Δεν έχω λοιπόν το δικαίωμα να σιωπήσω, αφού σωπαίνοντας θα εμφανιζόμουν ως αποδεχόμενος ή ανεχόμενος τα όσα γίνονται. Υπάρχουν στη ζωή, την ατομική και την κοινωνική, στιγμές που πρέπει κανείς να πει το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι».
Σχόλια